Σε αυτή τη σελίδα: press on, press upon, press-on

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
press on,
press ahead
vi phrasal
informal (continue, persevere) (με κάτι)συνεχίζω ρ αμ
  (κάτι)συνεχίζω ρ μ
 Despite the worsening weather conditions, the explorers decided to press on with their journey.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
press [sth] upon [sb],
press [sth] on [sb]
vtr + prep
(pressure [sb] to accept [sth])πιέζω κπ να δεχθεί κτ έκφρ
  δίνω κτ σε κπ με το ζόρι έκφρ
 Julie didn't want to take the money, but her mother pressed it on her.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
press-on adj (attaches by pressing)πιεζόμενος μτχ πρκ
  που πατιέται για να στερεωθεί, που πιέζεται για να στερεωθεί περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
ΑγγλικάΕλληνικά
press in on [sb] vi phrasal + prep figurative (make [sb] feel claustrophobic)πιέζω, στριμώχνω ρ μ
 It felt as if the crowd was pressing in on Pat, and she began to panic.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'press on' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση press on στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «press on».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!